-
1 αὐθ-ομο-λογέομαι
αὐθ-ομο-λογέομαι, med., von selbst, freiwillig eingestehen, πρᾶγμα αὐϑομολογούμενον, eine Sache, die für sich selbst spricht, an sich klar ist, Luc. Hermot. 59.
-
2 αὐθομολογέομαι
A confess of oneself, πρᾶγμα αὐθομολογούμενον a thing that speaks for itself, Luc.Herm.59 (dub. for αὖθις ὁμ.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αὐθομολογέομαι
-
3 αυθομολογεομαι
добровольно соглашаться
См. также в других словарях:
αυθομολογούμαι — αὐθομολογοῡμαι ( έομαι) (Α) φρ. «πρᾱγμα αὐθομολογούμενον» πράγμα που φανερώνεται από μόνο του, ολοφάνερο … Dictionary of Greek